Εφετείο Σ.Π.Φ.- τοποθέτηση του Τσάκαλου Χρήστου
Μετά το τέλος της κατάθεσης των δύο πρώτων μαρτύρων της αντιτρομοκρατικής (Μουρδουκούτα, Σιώκα), που παρακολουθούσαν το σπίτι στο Χαλάνδρι, έγινε τοποθέτηση – σχολιασμός του μέλους της ΣΠΦ Τσάκαλου Χρήστου, σχετικά με τα όσα ειπώθηκαν.
“Επέλεξα να μην κάνω ερωτήσεις στους μάρτυρες, καθώς γνώριζα ήδη τις απαντήσεις τους. Σε κάθε ουσιαστική ερώτηση “από που προέρχονταν οι πληροφορίες”, “πως έγινε η παρακολούθηση”, “πως έγιναν οι αναγνωρίσεις..”, η απάντηση ήταν πάντα “δεν γνωρίζω”, “δεν θυμάμαι”.
Είναι παράδοξο για μια υπηρεσία όπως η Αντιτρομοκρατική, που θεωρείται η πιο εξειδικευμένη υπηρεσία της αστυνομίας με αυξημένες αρμοδιότητες, να εμφανίζονται στελέχη της με τέτοιο κενό μνήμης.
Ακόμα πιο παράδοξο είναι, το γεγονός ότι οι ίδιοι στις καταθέσεις τους δηλώνουν ότι δεν υπάρχουν υπηρεσιακές σημειώσεις κι όλα γίνονται προφορικά μέσω τηλεφώνου, δείχνοντας ότι διαθέτουν μια εξαιρετικά δυνατή μνήμη. Αυτή η εξαιρετική μνήμη όμως ασθενεί όταν ρωτιούνται για το πως έγιναν οι αναγνωρίσεις, για το ποιοι άλλοι συνάδελφοι τους έκαναν υπηρεσία μαζί τους, όταν παρακολουθούσαν το σπίτι.
Σε όλες τις δίκες η αντιτρομοκρατική τηρεί μια στάση ομερτά, συσκοτίζοντας πάντα τις μεθοδεύσεις που ακολουθεί.
Θα δούμε ότι την απάντηση “δεν θυμάμαι” θα την συναντήσουμε σε κάθε κατάθεση αντιτρομοκρατικάριων.
Οι ξένες μυστικές υπηρεσίες όπως η CIA εφαρμόζουν ένα συγκεκριμένο μοντέλο για τη κατάθεση στελεχών τους και για απόρρητα έγγραφα υψηλής διαβάθμισης.
Σε δίκες υπόπτων για τρομοκρατία, τα έγγραφα αυτά εμφανίζονται μαυρισμένα σε όλα τα επίμαχα σημεία που αναφέρονται σε παρακολουθήσεις, σε πληροφορίες, σε καταθέσεις, σε εξετάσεις μαρτύρων… Σε άλλες περιπτώσεις ολόκληρα κομμάτια δικογραφίας δεν είναι προσβάσιμα στους κατηγορούμενους, με το πρόσχημα της ασφάλειας ευαίσθητων πληροφοριών.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε (ακόμα) λογοκρυμμένα έγγραφα και απαγόρευση στη πρόσβαση στην δικογραφία, έχουμε την απαρχαιωμένη μέθοδο του “δεν ξέρω”, “δεν θυμάμαι”, “δεν γνωρίζω”.
Η απόκρυψη στοιχείων από τις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες, ακολουθεί το ένστικτο αυτοσυντήρησης τους.
Οι μεθοδεύσεις που ακολουθούνται, οι υποκλοπές, ο κρυφός έλεγχος που γίνεται σε εκατοντάδες και χιλιάδες ανθρώπους χωρίς να υπάρχει δικαιοδοσία και το κρυφό αστυνομικό κράτος δεν αντέχει στο φως της έκθεσης.
Είδατε πόσο προσεκτικά επιλέγουν τις λέξεις που χρησιμοποιούν. Επιτήρηση κι όχι παρακολούθηση. Γιατί συνειρμικά η έννοια της παρακολούθησης παραπέμπει σε άλλες εποχές.
Ήταν έκδηλη η δυσκολία και των δύο μαρτύρων να απαντήσουν στο πως έγινε η αναγνώριση των υπόπτων μέσω φωτογραφιών. Από που προέρχονταν οι φωτογραφίες, τελικά κατέληξαν ότι μάλλον οι φωτογραφίες, που τους επιδείχθηκαν, προέρχονταν από διπλώματα οδήγηση, ψέμα το οποίο θα αποδειχθεί στη συνέχεια.
Έτσι θέλησαν να αποκρύψουν το γεγονός ότι η αστυνομία διατηρεί κρυφούς φακέλους και φωτογραφίζει ανθρώπους σε δημόσιες πολιτικές συγκεντρώσεις, πορείες, συλλαλητήρια.
Επίσης, σε ερώτηση που έγινε, γιατί, από τις δεκάδες των αστυνομικών της αντιτρομοκρατικής που παρακολουθούσαν το σπίτι περίπου ένα μήνα, επιλέχθηκαν μόνο οι συγκεκριμένοι τέσσερις να καταθέσουν (που μέχρι στιγμής λένε απλά ότι δεν υπέπεσε τίποτα ύποπτο στην αντίληψη τους) η απάντηση κυμαινόταν μεταξύ των κλασσικών “δεν γνωρίζω” και του επιχειρήματος ότι ήταν αυτοί, που έκαναν υπηρεσία στις 21 Σεπτεμβρίου που βρέθηκαν στα σκουπίδια ύποπτα αντικείμενα.
Μάλιστα ο πρώτος ο Μουρδουκούτας είπε ότι “άλλωστε την επόμενη μέρα έγιναν οι συλλήψεις ”. Όμως οι συλλήψεις δεν έγιναν την επόμενη μέρα, έγιναν 2 μέρες μετά στις 23 Σεπτεμβρίου.
Και το πιο βασικό δεν είναι η ημερομηνία αλλά το τι μεσολάβησε… Κι αυτό που μεσολάβησε ήταν πως στις 23 Σεπτεμβρίου τοποθετήθηκε βόμβα από την Σ.Π.Φ στο σπίτι του πρώην υπουργού Γ. Αρσένη και της βουλευτού Λ. Κατσέλη και λίγες ώρες αργότερα έγινε η έφοδος στο Χαλάνδρι. Άρα η 22η Σεπτεμβρίου είναι η ημέρα που μεσολαβεί μεταξύ της ανεύρεσης στα σκουπίδια ύποπτων υλικών και της τοποθέτησης βόμβας…
Δεν είναι λοιπόν κομβικοί οι μάρτυρες της Αντιτρομοκρατικής που έκαναν υπηρεσία στις 22 του μήνα παρακολουθώντας το Χαλάνδρι; Να πουν ποια ήταν τότε η κινητικότητα μια μέρα πριν την επίθεση. Γιατί δεν καταθέτουν αυτοί;
Γιατί κάτι τέτοιο θα κατάρριπτε το θεώρημα της αντιτρομοκρατικής. Θα κατέρριπτε τον ισχυρισμό ότι το σπίτι στο Χαλάνδρι, ήταν γιάφκα της οργάνωσης.
Γιατί πως είναι δυνατόν από ένα σπίτι που παρακολουθείται και μάλιστα με αυξημένα μέτρα, αφού την προηγούμενη μέρα εντοπίσθηκαν ύποπτα υλικά, τελικά βγαίνει μια βόμβα κάτω από την μύτη της αντιτρομοκρατικής και να τοποθετείται σε πολιτικό στόχο;
Όντως στο σπίτι στο Χαλάνδρι βρέθηκε μια βόμβα της Σ.Π.Φ, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι το σπίτι αυτό χρησιμοποιούνταν, ως γιάφκα, ως κρησφύγετο της οργάνωσης.
Η βόμβα αυτή αποθηκεύτηκε προσωρινά εκεί για να μεταφερθεί άμεσα κάπου αλλού, που προφανώς δεν θα μάθετε από εμάς.
Κάποιος θα μπορούσε να πει, αυτά είναι λεπτομέρειες. Καθόλου λεπτομέρειες δεν είναι όμως…
Γιατί το γεγονός ότι βρέθηκε μια βόμβα σε ένα σπίτι, είναι μια παράνομη πράξη σύμφωνα με τους νόμους τους, όμως αυτό απέχει πολύ από το να χαρακτηρίζεται κάθε άτομο που επισκέπτεται αυτό το σπίτι ως μέλος της οργάνωσης.
Απ’την υπόθεση Χαλανδρίου, εντάθηκε η τακτική της αστυνομίας να λειτουργεί απέναντι στο πολιτικό φαινόμενο του αντάρτικου πόλης με την λογική της επιδημίας, μολυσματικής ασθένειας.
Δηλαδή, αν μιλάς ή επισκέπτεσαι το σπίτι κάποιου που είναι μέλος αντάρτικης ομάδας, τότε κι εσύ είσαι μέλος της ίδιας ομάδας κι όχι μόνο αυτό, αλλά κι οι φίλοι σου, που μπορεί να μην γνωρίζουν το αρχικό μέλος της οργάνωσης, είναι και αυτοί μέλη της οργάνωσης.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να κατηγορηθούν ακόμα και συγγενείς μου ως μέλη της Σ.Π.Φ.
Η λύση απέναντι στην μολυσματική ασθένεια είναι η καραντίνα.
Δηλαδή πρώτα ο φόβος και μετά η απομόνωση.
Η απομόνωση μας από τον αλληλέγγυο κόσμο και τα κοντινά μας πρόσωπα, καθώς κάθε επικοινωνία με εμάς μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο δικαστήριο με την κατηγορία της ένταξης σε “τρομοκρατική οργάνωση”.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πως χρησιμοποιούταν η λίστα καταγραφής στοιχείων, όσων έρχονταν στο δικαστήριο της Σ.Π.Φ. Σε δυο υποθέσεις, τόσο στο σχέδιο Φοίνικας, όσο και στην απόπειρα απόδρασης, χρησιμοποιήθηκε αυτή η λίστα ως επιβαρυντικό στοιχείο, με τον συλλογισμό, ότι ο τάδε ύποπτος επιπρόσθετα παρακολουθούσε τακτικά τις δίκες των Πυρήνων της Φωτιάς.
Κλείνοντας να επισημάνω το εξής…
Όλες αυτές οι παρεμβάσεις, οι τοποθετήσεις και οι ερωτήσεις που θα γίνουν στους μάρτυρες, δεν αποσκοπούν σε κάποια νομική υπεράσπιση. Έχω αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την Σ.Π.Φ, είμαι περήφανος για τις πράξεις μου και δεν έχω να μετανιώσω για κάτι.
Οι παρεμβάσεις αυτές γίνονται για να αναδείξουν το σκιώδες παιχνίδι της αντιτρομοκρατικής, τον εκδικητικό τρόπο που συντάχθηκαν δικογραφίες κατά παραγγελία και την απομόνωση που θέλουν να επιβάλλουν στους πολιτικούς κρατούμενους που παραμένουν αμετανόητοι.
Αναδεικνύοντας τις μεθοδεύσεις της εξουσίας, αποκαλύπτουμε την ασχήμια της και δημιουργούμε μια πρόσκληση προς νέους συντρόφους που θα διαλέξουν το αντάρτικο πόλης, αλλά και μια παρακαταθήκη μνήμης τόσο για τις τακτικές του εχθρού, όσο και για τα δικά μας λάθη.
Leave a Reply