Ανοιχτή συνέλευση-συζήτηση για τις πολιτικές δίκες
Καλούμε την Παρασκευή 3 Ιούνη, ώρα 19:00, στο Πολυτεχνείο (κτήριο Γκίνη) σε ανοιχτή συνέλευση-συζήτηση για τις πολιτικές δίκες με άξονες συζήτησης:
- Οι πολιτικές δίκες ως πεδίο όξυνσης του αγώνα
- Οι πρόσφατες δικαστικές μεθοδεύσεις – μία εικόνα από το μέλλον
- Τηλεφωνικές παρεμβάσεις πολιτικών κρατουμένων σχετικά με τις πολιτικές δίκες
Χρ. Τσάκαλος, μέλος της Σ.Π.Φ.
Ν. Μαζιώτης, μέλος του Ε.Α.
Θα υπάρξει και τοποθέτηση και από μέλη του Δ.Α.Κ.
- Κίνημα αλληλεγγύης και δράσεις για τις δίκες που είναι σε εξέλιξη
Όποιος ξεχνάει τους πολιτικούς κρατουμένους, ξεχνάει τον ίδιο τον αγώνα
Ακολουθεί το κείμενο της συνέλευσης :
Το κράτος ποτέ δεν αναγνώρισε ότι διεξάγει πολιτικές δίκες. Ακόμα και κατά την περίοδο του εμφυλίου ποτέ δεν αποδέχθηκε, ότι μέσω των στρατοδικείων δίκαζε πολιτικούς αντιπάλους. Χαρακτηριστική είναι η συμφωνία της Βάρκιζας μετά τα Δεκεμβριανά, όπου αμνηστεύονταν τα πολιτικά εγκλήματα αλλά όχι τα ποινικά και με τον όρο ποινικά εννοούσαν εκτελέσεις ταγματασφαλιτών και ρουφιάνων, οδηγώντας έτσι χιλιάδες αγωνιστές της εποχής σε εκτελεστικά αποσπάσματα με κατηγορίες καρμπόν. Μετά τον εμφύλιο οι αγωνιστές δεν δικάζονταν ως κομμουνιστές αλλά ως πράκτορες της Σοβιετικής Ένωσης. Σε σχέση με την μεταπολίτευση, η πρώτη πολιτική δίκη που έχει αναφορά σε ένοπλη οργάνωση είναι η υπόθεση του Σερίφη ο οποίος κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε ένοπλη συμπλοκή στην AEG, όπου έπεσε νεκρός ο αντάρτης πόλης Χ. Κασίμης. Εκεί για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα της κρατικής σκευωρίας. Ακολούθησαν και άλλες δίκες την δεκαετία του ’80 και του ’90 όπου δικάστηκαν αγωνιστές για συμμετοχή σε ένοπλες οργανώσεις. Σε γενικές γραμμές ακολουθήθηκε η ίδια υπερασπιστική γραμμή, ότι η δίωξη τους οφείλονταν στην συμμετοχή τους στους κοινωνικούς – ταξικούς αγώνες της εποχής. Και σαφώς δεν γινόταν καμία αναφορά στην δράση των ένοπλων οργανώσεων που δρούσαν εκείνη την περίοδο. Αυτό αρχίζει και ανατρέπεται με την σύλληψη του αναρχικού Ν. Μαζιώτη το 1998 για την τοποθέτηση βόμβας στο υπουργείο Ανάπτυξης, όπου μετά την σύλληψη του αναλαμβάνει την ευθύνη και υπερασπίζει την επιλογή της ένοπλης αντιπαράθεσης με το κράτος. Ακολουθούν οι συλλήψεις της 17Ν, το 2002 όπου αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για την δράση της οργάνωσης ο Δ. Κουφοντίνας. Αντίστοιχα το 2003 με τις συλλήψεις για τον ΕΛΑ, την πολιτική ευθύνη αναλαμβάνει ο Χ. Τσιγαρίδας. Αυτή η «παράδοση» της σκευωρίας και της άρνησης συμμετοχής σε ένοπλες οργανώσεις έχει δεχτεί (με τις 3 παραπάνω περιπτώσεις) μια πρώτη αμφισβήτηση, επί της ουσίας όμως αρχίζει να ανατρέπεται με τις μαζικές συλλήψεις του 2009 – 10 . Αρκετοί σύντροφοι αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη για την συμμετοχή τους στις οργανώσεις που συμμετείχαν (Επαναστατικός Αγώνας, Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς). Επακόλουθο αυτών των αναλήψεων είναι η αναβάθμιση της πολιτικής αντιπαράθεσης με το κράτος σε αυτές τις δίκες, αφού πλέον αρκετοί κατηγορούμενοι υπερασπίζονται το λόγο και τη δράση των οργανώσεων που συμμετείχαν. Αυτό είναι κάτι το οποίο εγείρει ακόμα περισσότερο τα αντανακλαστικά του κράτους, καθώς πλέον κεντρική στόχευση του γίνεται η μεγαλύτερη προσπάθεια απονοηματοδότησης και αποπολιτικοποίησης των ένοπλων οργανώσεων, δημιουργώντας παράλληλα ένα πέπλο σιωπής γύρω από τις δίκες που βρίσκονται σε εξέλιξη. Σε αυτή τη κατεύθυνση πιστός σύμμαχος παραμένουν τα ΜΜΕ, που απαξιώνουν καθολικά αυτές τις δίκες. Η κοινωνική νομιμοποίηση ενεργειών του αντάρτικου προκαλεί τρόμο στην εξουσία και εδώ έρχεται η αντιτρομοκρατική νομοθεσία να εξαιρέσει τους ενόρκους από αυτές τις δίκες, να μεγιστοποιήσει τις ποινές που επιβάλλονται, να αναγάγει σε αδίκημα την ανάληψη πολιτικής ευθύνης πέραν της ίδιας της πράξης, ενώ ταυτόχρονα προωθεί το “δόγμα της συλλογικής ευθύνης”.
Το κράτος δεν αναγνωρίζει τους συντρόφους ως πολιτικούς αντιπάλους χρησιμοποιώντας ως αιχμή σε αυτήν την εκστρατεία το δόγμα της σύμπλευσης πολιτικών – ποινικών. Πρόσφατο παράδειγμα η προσπάθεια της «αντιτρομοκρατικής» σε συνεργασία με τις ανακριτικές αρχές να εντάξουν μια σειρά ληστειών, που έχουν διαπραχθεί από το 2008 έως πρόσφατα, στο πλαίσιο δράσης της οργάνωσης του Επαναστατικού Αγώνα. Ο δικαστικός κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους το τελευταίο διάστημα περνάει σε μια αναβαθμισμένη επίθεση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι τελευταίες δίκες του Επαναστατικού Αγώνα όπου το μέλος της οργάνωσης Ν. Μαζιώτης καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για την έκρηξη βόμβας στο «κοινωφελές» ίδρυμα της Τράπεζας της Ελλάδας, μια καταδίκη με πολλούς αποδέκτες. Απ’ την μια, καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη η επιμονή και η συνέπεια του συντρόφου στην συνέχιση του ένοπλου αγώνα και από την άλλη η καταδίκη προσπαθεί να λειτουργήσει παραδειγματικά τόσο για τους ενεργούς αντάρτες πόλης όσο και για συντρόφους που σκέφτονται την συμμετοχή τους στις αντάρτικες οργανώσεις. Μια δεύτερη δίκη σε αυτό το μοτίβο καταστολής, που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτήν την περίοδο, είναι η δίκη για την απόπειρα απόδρασης της ΣΠΦ. Μέσω των συλλήψεων και διώξεων των συγγενών τους επιχειρούν να θέσουν σε ομηρία τα μέλη της οργάνωσης και να σπείρουν τον φόβο σε όσους θέλουν να σταθούν αλληλέγγυοι με έμπρακτο τρόπο. Συγκεκριμένα, επιχειρείται η δημιουργία μιας «υγειονομικής ζώνης» απομόνωσης γύρω από τους ένοπλους αντάρτες. Στην προμετωπίδα αυτής της επίθεσης βρίσκονται μια σειρά εντεταλμένων δικαστικών, οι οποίοι διατίθενται να υπερβούν οποιαδήποτε εναπομείναντα προσχήματα του «νομικού πολιτισμού», που οι ίδιοι υπηρετούν. Πειθήνια όργανα της αντιτρομοκρατικής και τις εκάστοτε εξουσίας επιχειρούν να δικάσουν χωρίς την παρουσία των κατηγορουμένων, συνηγόρων, δημοσιογράφων παίρνοντας μέτρα περιορισμού της «δημόσιας δίκης», αποβάλλοντας ακόμα και το ακροατήριο και λειτουργώντας ενισχυτικά σε μια σειρά ειδικών μέτρων, όπως η παρακράτηση ταυτοτήτων, η απαγόρευση μαγνητοφωνήσεων, η διεξαγωγή δικών εντός του Κορυδαλλού. Όλα τα παραπάνω συντελούν στην νέα διαχείριση των πολιτικών δικών και την προσπάθεια διεξαγωγής δικών express σε καθεστώς πλήρης απομόνωσης.
Διαπιστώσεις που αποδεικνύουν την πολιτική βαρύτητα των ίδιων των δικών ως ένα πεδίο όξυνσης του αγώνα ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο. Για μας η εξέλιξη αυτή βασίζεται και σε σημαντικά λάθη που προέρχονται απ’ την στάση των αγωνιζόμενων εντός και εκτός των τειχών. Μεγάλη μερίδα του χώρου έχει αντιμετωπίσει αυτές τις δίκες ως ένα πεδίο, που αφορά τους έγκλειστους και το κράτος, όπου το μόνο διακύβευμα σε αυτές είναι το ύψος των ποινών. Αυτό όμως, αποτελεί εσωτερίκευση της ήττας και απορρέει από τις κατασταλτικές επιτυχίες του κράτους. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις απόψεις που αναγνωρίζουν τον ένοπλο αγώνα, ως μέσο αποκομμένο από την συνολική δράση του κινήματος. Καθώς και την επιτυχία των κατασταλτικών μηχανισμών που επέφερε την εσωτερίκευση του φόβου σε ένα κομμάτι του χώρου, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζεται- δικαιολογείται και με ιδεολογικά- πολιτικά επιχειρήματα. Προβληματικές διαφαίνονται και στα ενεργά κομμάτια του αλληλέγγυου κόσμου, όπως οι αποσπασματικές κινήσεις, η απουσία στρατηγικής στόχευσης, τα προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά, τα δίπολα αθωότητας – ενοχής, η επιλεκτικότητα με βάση την πολιτική συγγένεια. Αυτές είναι παθογένειες που οδήγησαν στην έλλειψη ύπαρξης ουσιαστικού κινήματος αλληλεγγύης.
Βέβαια, ως προς την απαξίωση της βαρύτητας των πολιτικών δικών έχουν συμβάλει και οι ίδιοι οι πολιτικοί κρατούμενοι. Μη έχοντας αντιληφθεί κατά καιρούς τον χώρο των δικαστηρίων ως πεδίο αγώνα (πχ η έλλειψη πολιτικού λόγου σε αντιπαραθέσεις με την έδρα, η υποτίμηση της διεκδίκησης ακόμα και αυτών των αστικών δικαιωμάτων ή η απαξίωση ύπαρξης αλληλέγγυου κόσμου στις αίθουσες των δικαστηρίων). Όπως επίσης αντιλαμβανόμαστε ως σοβαρές προβληματικές τις εσωτερικές διαμάχες που έφταναν στο σημείο συγκρούσεων και απέκοψαν την δυνατότητα δημιουργίας κοινού μετώπου από το σύνολο των πολιτικών κρατουμένων ακόμα και σε περιπτώσεις κοινών δικών αλλά και διεκδικήσεων (πχ όπως την απεργία πείνας τον Μάρτη του 2015).
Αναγνωρίζοντας όλες τις παραπάνω προβληματικές και το αποτέλεσμα τους στο σήμερα θεωρούμε, ότι χρειάζεται να αναπροσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά του κοινού τόπου αγώνα. Μπαίνοντας στην αποτίμηση των ευθυνών, που αναλογούν στο κάθε σώμα, κάνοντας μια κοινή – συνολική αυτοκριτική με στόχο την αναδιαμόρφωση των αγωνιστικών πολιτικών συνθηκών.
Καταλήγοντας φτάνουμε στο συμπέρασμα, ότι το ζήτημα της αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους θα πρέπει να επανατοποθετήσει τα χαρακτηριστικά του. Στην βάση αυτή, είμαστε αλληλέγγυοι στους πολιτικούς κρατούμενους, ανεξάρτητα από το πολιτικό φάσμα του ανταγωνιστικού ανατρεπτικού κινήματος απ’ όπου προέρχονται αλλά και τις επιλογές αγώνα τους. Για μας η αλληλεγγύη δεν μπορεί να είναι επιλεκτική και απευθύνεται στο σύνολο των πολιτικών κρατουμένων, ενώ μόνη περίπτωση εξαίρεσης αλληλεγγύης αποτελεί η κατάδοση ή καταδίκη μορφών πάλης.
Αντιλαμβανόμαστε όλες τις αποκαλούμενες ως παράνομες από το καθεστώς δράσεις, ως μέρος αγώνα του επαναστατικού κινήματος. Απορρίπτουμε τα δίπολα, που κατά καιρούς έχουν αναφερθεί, όπως νομιμότητα- παρανομία, μαζικός ή ένοπλος αγώνας, αθωότητα ή ενοχή.
Δίπολα όπως αυτά καταφέρνουν να οδηγήσουν σε εσωτερική διάσπαση του κινήματος, αναστέλλοντας την όποια προοπτική θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Θέτουν ζητήματα διαχωρισμού αποδυναμώνοντας έτσι την δυναμική της συλλογικής εξέλιξής και λειτουργούν περιοριστικά προς το συνολικότερο εγχείρημα του αγώνα.
Πιστεύουμε, ότι η αλληλεγγύη θα πρέπει να αποκτήσει εκ νέου μια δυναμική με κύριο στόχο την αναγκαιότητα όξυνσης του αγώνα για την επανάσταση.
Θεωρούμε, ότι στην κατεύθυνση αυτή θα συμβάλλει η δημιουργία μιας δικτύωσης των δομών αλληλεγγύης και στον συντονισμό των δράσεων τους.
Αυτό που οριοθετεί την επαναστατική αλληλεγγύη από άλλες μορφές αλληλεγγύης, είναι ότι συγκρούεται με τον πυρήνα της καθεστωτικής κυριαρχίας και της αστικής νομιμότητας, ότι συνδέει το εκάστοτε «ειδικό» ζήτημα και με τα «γενικά» επίδικα του απελευθερωτικού εγχειρήματος. Ασφαλώς, η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους συμπυκνώνει αντικαθεστωτική κριτική και δράση, καθώς εκτός των προηγούμενων, αμφισβητεί ευθέως το κρατικό μονοπώλιο στη βία, το οποίο αποτελεί ένα από τους βασικούς πυλώνες του συστήματος.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι επιτακτική ανάγκη να δούμε την αλληλεγγύη όχι από την σκοπιά της δική μας άμυνας απέναντι στην επίθεση του κράτους αλλά σαν τη δική μας αντεπίθεση, που στόχο θα έχει την όξυνση του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. . Ένα κίνημα οφείλει να έχει τη συνείδηση, πως η υπεράσπιση των αιχμαλώτων του, των πολιτικών κρατούμενων, είναι πρωταρχικό αξίωμα ζωτικής σημασίας για την ίδια του την ύπαρξη και την εξέλιξή του.
Συνέλευση Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους,
τους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές
Leave a Reply